- ζητιανίστικος
- -η, -οβλ. ζητιάνικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζητιανίστικος — η, ο [ζητιάνος] ο ζητιάνικος … Dictionary of Greek
ζητιάνικος — και ζητιανίστικος, η, ο, [ζητιάνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ζητιάνο, ο επαιτικός … Dictionary of Greek
ζητιάνικος — ζητιάνικος, η, ο και ζητιανίστικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζητιάνο, διακονιάρικος: Είχε στάση ζητιάνικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)